σύρμα

σύρμα
τό
1) проволока; 2) провод;

τηλεγραφικά (ηλεκτρικά) σύρματα — телеграфные (электрические) провода;

τηλέγραφος άνευ σύρματος — беспроволочный телеграф;

απομονωμένο σύρμα — изолированный провод;

αγκαθωτό σύρμα — колючая проволока


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σύρμα" в других словарях:

  • σύρμα — anything trailed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από …   Dictionary of Greek

  • σύρμα — το, ατος μεταλλικό νήμα: Έδεσε με σύρμα το αχυρένιο δεμάτι. – Άπλωσαν τα τηλεγραφικά σύρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρμάτων — σύρμα anything trailed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρμασι — σύρμα anything trailed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρμασιν — σύρμα anything trailed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρματα — σύρμα anything trailed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρματι — σύρμα anything trailed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρματος — σύρμα anything trailed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • μπαλαρμάς — ο είδος βλήματος το οποίο χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και το οποίο αποτελούνταν από δύο σφαίρες συνδεδεμένες μεταξύ τους με σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. balle ramee «σφαίρες συνδεδεμένες με σύρμα» (< balle «μπάλα, σφαίρα» + rame «στηριγμένος με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»